Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(Α ληρῶ, -έω) [[[λήρος]] (Ι)]
είμαι ανόητος, λέγω ή πράττω ανοησίες, κενολογώ, μωρολογώ («εἰκὸς μέντοι σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῖν», Πλάτ.)
αρχ.
(για άρρωστο άνθρωπο) παραληρώ, παραμιλώ.