μετριότητα
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
Greek Monolingual
η (ΑΜ μετριότης, -ητος) μέτριος
1. η μέση κατάσταση
2. η μετριοπάθεια («ἡμῑν δὲ αἰσχρὸν βιάσασθαι τὴν τούτων μετριότητα», Θουκ.)
3. μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη
4. μέτρια, μικρή ικανότητα («λόγω της μετριότητάς του δεν μπόρεσε ποτέ να αναδειχθεί»)
νεοελλ.
άνθρωπος με περιορισμένες ικανότητες
νεοελλ.-μσν.
(με την κτητ. αντων. α' προσ.) (για αρχιερείς ή πατριάρχες) αντί του εγώ, για να δηλωθεί ταπεινοφροσύνη («ἡ μετριότης μου», «ἡ ἐμὴ μετριότης», «ἡ ἡμετέρα μετριότης» κ.λπ.)
αρχ.
1. το μέτρο ή ο βαθμός που αρμόζει σε κάτι
2. αναλογία, συμμετρία, κομψότητα
3. στον πληθ. αἱ μετριότητες
ο μέσος όρος («αἱ γὰρ μετριότητες μᾱλλον ἐν ταῖς ἐνδείαις ἢ ταῖς ὑπερβολές ἔνεισιν», Ισοκρ.).