εξιχνεύω
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
Greek Monolingual
ἐξιχνεύω (AM)
1. εξιχνιάζω, ανακαλύπτω («ἐξιχνεύσατε τὸν θηλύμορφον ξένον», Ευρ.)
2. ερευνώ και) ανακαλύπτω τη σημασία (λέξης κ.λπ.) («τὸν ἐν ἐκάστῃ συλλαβῇ... νοῦν
ἐξιχνεύειν», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «ἐξιχνεύω Ἑλλάδα γλῶσσαν» — προσπαθώ να μιλήσω Ελληνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- + ιχνεύω (< ίχνος)].