κροῦναι
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
τὰ ἄφορα δένδρα, Hsch.; also, A = κρῆναι τέλειαι, Id.
Greek Monolingual
κροῦν
αι (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «τὰ ἄφορα δένδρα»
2. «κρῆναι τέλειαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κρῆναι τέλειαι» συνδέεται με τον τ. κρουνός.