Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
κοιλιαλγῶ, -έω (Α)
έχω πόνο στην κοιλιά, έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῖν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῦν
τι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + ἀλγῶ (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ-αλγώ, στομ-αλγώ].