υποπόδιο

From LSJ
Revision as of 17:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " »" to "»")

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

το / ὑποπόδιον, ΝΜΑ
καθετί που τοποθετείται κάτω από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει επάνω του
νεοελλ.
φρ. «τον έχει υποπόδιο» μτφ. τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς
αρχ.
φρ. «ὑποπόδιον διπλοῦν» — σκεύος χρησιμοποιούμενο από τους μουσικούς για την τήρηση του ρυθμού με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πόδιον, υποκορ. του πούς, ποδός].