καπηλειό

From LSJ
Revision as of 12:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ηλεῑ" to "ηλεῖ")

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῖον)
οινοπωλείο, ταβέρνα
αρχ.
μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῦ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος. Ο τ. καπελειό < καπηλειό με επίδραση του κάπελας, ο δε τ. καπουλειό με επίδραση τών ουσ. σε -πουλειό < -πωλειό (πρβλ. κρασοπουλειό)].