κεχηναίος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
-α, -ον (Α Κεχηναῖος, -α, -ο ν)
νεοελλ.
αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηνώς
αρχ.
(ο πληθ. του αρσ. ως εθνικό όν.) Κεχηναῖοι (κωμικό λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέχηνα (παρακμ. του χαίνω «χασμουριέμαι, χάσκω»].