ῥώχω
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
A wheeze, Sor.1.123; but ῥώχειν,= βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι, Hsch.
Greek Monolingual
Α
1. ασθμαίνω, λαχανιάζω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥώχειν βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός άγνωστης ετυμολ., που συνδέεται πιθ. με τα ῥέγκω ή ῥάζω (βλ. λ. ρέγχω)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to hiss, to rattle (Sor.), ῥώχειν βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι H.; ῥωχμός m. (vv.ll. ῥωγ-, ῥοχ-, ῥογ-) hissing (medic.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Sound words; cf. ῥάζω.
Frisk Etymology German
ῥώχω: {rhṓkhō}
Grammar: v.
Meaning: zischen, röcheln (Sor.), ῥώχειν· βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι H.; ῥωχμός m. (vv.ll. ῥωγ-, ῥοχ-, ῥογ-) das Zischen (Mediz.).
Etymology : Schallwörter; vgl. ῥάζω.
Page 2,669