μούσειος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
German (Pape)
[Seite 211] von den Musen; ἕδρα, Eur. Bacch. 408; κέλαδος, Ep. ad. 419 (IX, 372); vgl. Lob. Phryn. 311.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 des Muses;
2 musical.
Étymologie: μοῦσα.
Greek Monolingual
μούσειος, -ον, αιολ. τ. μοισαῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες
2. μουσικός
3. φρ. α) «μοισαῖον ἅρμα» — το άρμα της ποίησης
β) «μοισαῖος λίθος» — μνημείο από άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. ίππ-ειος, κήπ-ειος)].
Russian (Dvoretsky)
μούσειος: 2, эол. μουσαῖος 3, дор. μοισαῖος 3
1) принадлежащий музам (ἅρμα Pind.; ἕδρα Eur.);
2) музыкальный (κέλαδος Anth.).