μπούκλα

From LSJ
Revision as of 10:32, 30 March 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ μπούκλα και πούκλα)
νεοελλ.
κατσαρωμένη τούφα μαλλιών, βόστρυχος
μσν.
1. πόρπη
2. ξύλινο δοχείο κρασιού
3. σύνδεσμος τών δύο τμημάτων της ίγγλας, της ζώνης με την οποία δένεται το σαμάρι στο υποζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boucle < λατ. buccula, υποκορ. του bucca «μάγουλο»].