βετεράνος

From LSJ
Revision as of 11:32, 2 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek (Liddell-Scott)

βετεράνος: βέτρανος, ὁ, Λατ. veteranus, Συλλ. Ἐπιγρ. 6557, 3112.

Spanish (DGE)

v. οὐετρανός.

Greek Monolingual

ο (AM βετερᾶνος)
ο εμπειροπόλεμος παλαιός πολεμιστής
αρχ.
εξασκημένος, έμπειρος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (λατ. επίθ.) veteranus (-a, -um) «παλαιός» (< vetus, veteris «παλαιός, αρχαίος»)].