σχοινάνθη

From LSJ
Revision as of 08:30, 4 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινάνθη Medium diacritics: σχοινάνθη Low diacritics: σχοινάνθη Capitals: ΣΧΟΙΝΑΝΘΗ
Transliteration A: schoinánthē Transliteration B: schoinanthē Transliteration C: schoinanthi Beta Code: sxoina/nqh

English (LSJ)

ἡ, A flower of σχοῖνος, Hippiatr.129.54.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινάνθη: σχοίνανθος, ἴδε σχοῖνος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
το άνθος του σχοίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ἄνθη «άνθηση» (< ἄνθος), πρβλ. ἀμπελ-άνθη].