ερευγμός

From LSJ
Revision as of 09:41, 6 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

Greek Monolingual

ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) ερεύγομαι (I)]
η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο.