Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) ερεύγομαι (I)]η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο.