εἰσανέχω

From LSJ
Revision as of 11:30, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσανέχω Medium diacritics: εἰσανέχω Low diacritics: εισανέχω Capitals: ΕΙΣΑΝΕΧΩ
Transliteration A: eisanéchō Transliteration B: eisanechō Transliteration C: eisanecho Beta Code: ei)sane/xw

English (LSJ)

intr., A rise above, c. gen., ib.1360, cf. 4.291 : c. acc., γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος ib.1578.

German (Pape)

[Seite 740] (s. ἔχω), sich hineinerstrecken, hineinragen; ins Meer, Ap. Rh. 1, 1360; πέλαγος γαῖαν, ins Land, 4, 1578.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσανέχω: μέλλ. -έξω, ἀμετάβ., ὑψοῦμαι ὑπεράνω, μετὰ γεν., χθονὸς εἰσανέχουσαν ἀκτήν, «ἐξέχουσαν καὶ ἐπηρμένην... ἢ ἀνατεταμένην πλαγίαν ἰδόντες» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1360, πρβλ. 4. 291· μετ’ αἰτ., πέλαγος εἰσανέχειν γαῖαν αὐτόθι 1578, Ἠώς.

Spanish (DGE)

adentrarse, extenderse esp. de accidentes geog., c. gen. κόλπον ... πόντου ... εἰσανέχοντα A.R.4.291, χθονὸς εἰσανέχουσαν ἀκτήν A.R.1.1360, c. ac. γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος A.R.4.1578
alzarse Λιλύβη μὲν ἐπὶ ῥιπὴν ζεφύροιο εἰσανέχει D.P.471.

Greek Monolingual

εἰσανέχω (Α)
υψώνομαι πάνω από κάτι.