μιξόλευκος
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ον, A mixed with white, Luc.Bis Acc.8.
German (Pape)
[Seite 189] mit Weiß gemischt, Luc. bis accus. 8.
Greek (Liddell-Scott)
μιξόλευκος: -ον, μεμιγμένος μετὰ λευκοῦ, Λουκ. Δὶς Κατηγορ. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé de blanc.
Étymologie: μίγνυμι, λευκός.
Greek Monolingual
μιξόλευκος, -ον (Α)
αναμεμιγμένος με λευκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξο- του μίγνυμι / μείγνυμι + λευκός.
Greek Monotonic
μιξόλευκος: -ον, ανάμεικτος με λευκό χρώμα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μιξόλευκος: (лишь) наполовину белый Luc.