πορφυρομιγής
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ές, A mixed with purple, ἐσθής Poll.7.48, cf.10.42.
German (Pape)
[Seite 686] ές, mit Purpur gemischt, Poll. 7, 48.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρομῐγής: -ές, ὁ μεμιγμένος, μετὰ πορφύρας. Πολυδ. Ζ΄, 48, Ι΄, 42.
Greek Monolingual
-ές, Α
φρ. «πορφυρομιγὴς ἐσθής» — εσθήτα, ένδυμα με πορφυρές διακοσμήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -μιγής (< μ(ε)ίγνυμι)].