πορφυρομιγής
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
πορφυρομιγές, mixed with purple, ἐσθής Poll.7.48, cf.10.42.
German (Pape)
[Seite 686] ές, mit Purpur gemischt, Poll. 7, 48.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρομῐγής: -ές, ὁ μεμιγμένος, μετὰ πορφύρας. Πολυδ. Ζ΄, 48, Ι΄, 42.
Greek Monolingual
-ές, Α
φρ. «πορφυρομιγὴς ἐσθής» — εσθήτα, ένδυμα με πορφυρές διακοσμήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -μιγής (< μ(ε)ίγνυμι)].