Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
ἀνασύρομαι: [ῡ], τραβώ τα ρούχα κάποιου, σε Ηρόδ.· μτχ. παρακ. ἀνασεσυρμένος, αισχρός, ακόλαστος, κακοήθης, σε Θεόφρ.
to pull up one's clothes, Hdt.; perf. part. ἀνασεσυρμένος obscene, Theophr.