προεκρήγνυμαι
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
Pass., A break out suddenly or prematurely, χειμῶνες π. Hp.Epid.1.4; also of diseases, Id.Hum.13, Gal.9.916.
Greek (Liddell-Scott)
προεκρήγνῠμαι: Παθητ., ἐκρήγνυμαι αἰφνιδίως, μάλιστα ἐπὶ νόσων, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αϳ, 942, πρβλ. 50. 51.
Greek Monolingual
Α
1. εκρήγνυμαι, ξεσπάω πρόωρα («χειμῶνες οὐ κατὰ καιρὸν, ἀλλ' ἐξαίφνης... προεκρηγνύμενοι», Ιπποκρ.)
2. (για νόσο) εμφανίζομαι ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκρήγνυμαι «σπάζω, ξεσπώ»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εκρήγνυμαι plotseling of voortijdig uitbreken (o.a. van ziekten).