περικατάληψις
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
εως, ἡ, A overtaking, ὑπ' ἀλλήλων Thphr.HP7.10.3; cf. περικατάλαμψις.
German (Pape)
[Seite 579] ἡ, das Ergreifen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
περικατάληψις: ἡ, τὸ περικαταλαμβάνειν, καταφθάνειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3.
Greek Monolingual
-ήψεως, και δωρ. τ. περικατάλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α περικαταλαμβάνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικαταλαμβάνω.