περισάττω

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισάττω Medium diacritics: περισάττω Low diacritics: περισάττω Capitals: ΠΕΡΙΣΑΤΤΩ
Transliteration A: perisáttō Transliteration B: perisattō Transliteration C: perisatto Beta Code: perisa/ttw

English (LSJ)

A heap up all around, τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Arist.Pr.924b4, cf. a28 (Pass.); π. [τὰς ῥίζας] Thphr.CP5.6.5; π. τὰ χείλη block up, Plb.21.28.14 :—Pass., cj. in Antyll. ap. Orib.6.10.12.

German (Pape)

[Seite 590] ringsherum anhäufen, Arist. probl. 20, 14; verstopfen, περισάξαντες τὰ χείλη τοῦ πί. θου πανταχόθεν, Pol. 22, 11, 17.

Greek (Liddell-Scott)

περισάττω: σωρεύω ὁλόγυρα, περισωρεύω, τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Ἀριστ. Προβλ. 20. 14, 2· ὡσαύτως, π. τὰς ῥίζας τῇ γῇ, περικαλύπτειν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· π. τὰ χείλη ἀποφράττειν, Πολύβ. 22. 11, 17.

Greek Monolingual

Α
1. συσσωρεύω κάτι γύρω, σωρεύω ολόγυρα, περισωρεύω
2. (σχετικά με οπές) φράζω τελείως, στουπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σάττω «φορτώνω, γεμίζω καλά»].

Russian (Dvoretsky)

περισάττω:
1) нагромождать, наваливать: π. τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Arst. окучивать корни;
2) затыкать, закупоривать (τὰ χείλη τοῦ πίθου Polyb.).