ποταμογείτων

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμογείτων Medium diacritics: ποταμογείτων Low diacritics: ποταμογείτων Capitals: ΠΟΤΑΜΟΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: potamogeítōn Transliteration B: potamogeitōn Transliteration C: potamogeiton Beta Code: potamogei/twn

English (LSJ)

ονος, ὁ, A pondweed, Potamogeton natans, Dsc.4.100, Luc.Trag.152, Ael.NA6.46. 2 = ἄρκιον, Ps.-Dsc.4.106. II epithet of a crocodile, PMag.Leid.W.25.21.

German (Pape)

[Seite 688] ονος, ὁ, ἡ, dem Flusse nah, Name eines Krautes; Ael. H. A. 6, 46; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμογείτων: -ονος, ἡ, ποταμοῦ γείτων, ὄνομα βοτάνης, Λατ. potamogeton. «ποταμογείτων φύλλον ἐστὶν ὅμοιον σεύτλῳ δασὺ καὶ ὀλίγον ὑπερκῦπτον τοῦ ὕδατος» Διοσκ. 4. 101.

French (Bailly abrégé)

ονος (genre inconnu);
propr. « voisine des fleuves », sorte de plante aquatique, potamogeton natans, ou ἄρκιον LSJ.
Étymologie: ποταμός, γείτων.

Spanish

potamogeton

Greek Monolingual

-ονος, ο, ΝΑ
πολυετές υδρόβιο φυτό που είναι βυθισμένο ολόκληρο στα νερά τών ρυακιών ή επιπλέουν μόνο τα φύλλα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + γείτων.