ὀρέστερος
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
α, ον, poet. for ὀρεινός, epithet of a snake, Il.22.93; of wolves and lions, Od.10.212; A ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ S.Ph.391 (lyr.); παρθένος E.Tr.551 (lyr.); ἀγρευτῆρες Opp.H.4.586. (Posit. Adj. formed from ὄρος (τό), opp. ἀγρότερος from ἀγρός.)
German (Pape)
[Seite 373] poet. = ὀρεινός (kein compar., wie Philoxen. beim E. M. es, von ὀρήεις, für ὀρηέστερος erklärt); Beiwort des Drachen, Il. 22, 93, der Wölfe u. der Löwen, Od. 10, 212; ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ, Soph. Phil. 391, Rhea; ὄρειος θήρ, Eur. Hec. 1058; λέων, Bacch. 1139; κάπροι, Or. 1460.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀρεινός, ἐπίθ. τοῦ δράκοντος, Ἰλ. Χ. 93· λύκων καὶ λεόντων, Ὀδ. Κ. 212, κλ.· ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ Σοφ. Φιλ. 391· παρθένος Εὐρ. Τρῳ. 551· ἀγρευτῆρες Ὀππ. Ἁλ. 4. 586. (Θετ. ἐπίθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ὄρος (τὸ) ὡς τὸ ἀγρότερος ἐκ τοῦ ἀγρός, οὐχὶ συγκρ., ὡς νομίζουσιν οἱ γραμματικοὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 807. 12).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. ὀρεινός.
English (Autenrieth)
(ὄρος, cf. ἀγρότερος): of the mountains, mountain-, dragon, wolves, Il. 22.93, Od. 10.212.
Greek Monolingual
ὀρέστερος, -έρα, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (συν. για τους δράκοντες, τους λύκους και τους λέοντες) ορεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + επίθημα -τερος (πρβλ. ἀγρότερος < ἀγρός)].
Greek Monotonic
ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. αντί ὀρεινός II, σε Όμηρ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρέστερος: Hom., Soph., Eur. = ὀρεινός.
Middle Liddell
ὀρέστερος, η, ον [poetic for ὀρεινός II, Hom., Trag.]