σκανδαλιστής

From LSJ
Revision as of 13:26, 6 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκανδαλιστής Medium diacritics: σκανδαλιστής Low diacritics: σκανδαλιστής Capitals: ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: skandalistḗs Transliteration B: skandalistēs Transliteration C: skandalistis Beta Code: skandalisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, prob. A acrobat who performed on a trapeze (σκάνδαλον), SIG847.5 (Delph., ii A.D.), v. Supp.Epigr.2.328. σκανδαλιστόν, τό, trap or snare laid for an enemy, LXX Jo.23.13, 1 Ki.18.21, Ep.Rom.11.9, 1 Ep.Pet.2.7; prob. laid for animals, PCair.Zen.608.7 (iii B.C., written σκανδάνων, gen. pl.): metaph., stumbling-block, offence, scandal, Ev.Matt.18.7, Ev.Luc.17.1; σκάνδαλα ποιεῖσθαι PMasp.4.9 (vi A.D.). II v. σκανδαλιστής.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πιθ. ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις πάνω σε τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον (για τη σημ. της λ. βλ. λ. σκάνδαλο) + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].