scandal
From LSJ
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
English > Greek (Woodhouse)
substantive
disgrace: P. and V. αἰσχύνη, ἡ, ἀτιμία, ἡ, ὄνειδος, τό, V. αἶσχος, τό.
calumny: P. and V. διαβολή, ἡ, Ar. and P. συκοφαντία, ἡ, P. βασκανία, ἡ, βλασφημία, ἡ.
gossip: Ar. and P. λαλιά, ἡ, V. λαλήματα, τά, λέσχαι, αἱ.
woman is a creature that loves scandal: φιλόψογον δὲ χρῆμα θηλειῶν ἔφυ (Euripides, Phoenissae 198).