ἐπισπαστικός

From LSJ
Revision as of 16:53, 9 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Acut.(Sp</b>" to "Acut.(Sp")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπαστικός Medium diacritics: ἐπισπαστικός Low diacritics: επισπαστικός Capitals: ΕΠΙΣΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epispastikós Transliteration B: epispastikos Transliteration C: epispastikos Beta Code: e)pispastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A drawing to oneself, drawing in, τοῦ ὑγροῦ Arist.Pr.966a4; ἀτμοὶ ἐ. πρὸς ἑαυτούς Str.15.1.38; αἵματος Gal.Nat. Fac.2.3: abs. of drugs, Id.11.761, cf. Dsc.2.85, 109; ἔμπλαστροι Orib. Fr.85; ῥυφήματα ἐ. dub. sens. in Hp.Acut.(Sp.) 2. 2. metaph., attractive, Plb.4.84.6, Stoic.3.46. Adv. -κῶς, κινεῖν S.E.P.3.69.

German (Pape)

[Seite 981] ή, όν, anziehend, Pol. 4, 84, 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπαστικός: -ή, -όν, ὁ, πρὸς ἑαυτὸν ἕλκων, ῥοφητικός, τοῦ ὑγροῦ Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, Πολύβ. 4. 84. 6, κλ.· ἐπὶ φαρμάκων, φάρμακον ἔχον τὴν ἰδιότητα νὰ ἑλκύῃ ἔξω τοὺς χυμούς, Γαλην. ― Ἐπίρρ., ἐπισπαστικῶς κινεῖν. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 69.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπισπαστικός, -ή, -όν) επίσπαστος
αυτός που έχει την ιδιότητα να τραβά προς τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», Στράβ.)
νεοελλ.
φρ. «επισπαστικά φάρμακα» — αυτά που προκαλούν επίσπαση, δηλ. τα εκδόρια, τα καταπλάσματα, τα ψυχρά επιθέματα κ.λπ.
αρχ.
ελκυστικός, επαγωγός («ἐπισπαστικών καὶ μεγάλων εἶναι δοκούντων τῶν προτεινομένων», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπαστικός:
1) притягивающий (τοῦ ὑγροῦ Arst.);
2) притягательный, привлекательный, заманчивый Polyb.