ἀχυρμός
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A v. ἀχυρός.
German (Pape)
[Seite 420] ὁ, = ἄχυρον, conj. Mein. IV, 629. S. ἀχυρών.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχυρμός: -οῦ, ὁ, ἴδε ἐν λ. ἀχυτός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
tas de paille.
Étymologie: ἄχυρον.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
montón de paja κλητῆρί τ' εἰς ἀχυρμὸν ἀποδεδρακότι Ar.V.1310 (v.l. ἀχυρόν cód.).
Greek Monotonic
ἀχυρμός: -οῦ, ὁ, βλ. ἀχυρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀχυρμός: (ᾰ) ὁ мякина, шелуха Arph.