ἁλίδονος
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
ον, A = ἁλιδινής, σώματα A.Pers.275; cf. ἁλιβαφής.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίδονος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης κυλινδηθείς, ἴδε ἐν λ. ἁλιβαφής.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ballotté sur mer.
Étymologie: ἅλς¹, δονέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
sacudido por el mar ἁλίδονα σώματα πολυβαφῆ A.Pers.275.
Greek Monotonic
ἁλίδονος: -ον (ἅλς, δονέω), περιδινούμενος κάτω από τη θάλασσα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίδονος: гонимый по морю (μέλεα Aesch.).
Middle Liddell
[ἅλς, δονέω
sea-tossed, Aesch.