βαθμονομώ

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325

Greek Monolingual

καθορίζω την κλίμακα ανάγνωσης σ' ένα επιστημονικό μετρητικό όργανο χαράζοντας τους αντίστοιχους αριθμούς στον κανόνα ή στο τόξο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + -νομώ(-έω) < -νόμος < νέμω (πρβλ. κληρονομώ, παρανομώ, ταξινομώ κ.ά.)].