βαθμονομώ
From LSJ
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
καθορίζω την κλίμακα ανάγνωσης σ' ένα επιστημονικό μετρητικό όργανο χαράζοντας τους αντίστοιχους αριθμούς στον κανόνα ή στο τόξο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + -νομώ(-έω) < -νόμος < νέμω (πρβλ. κληρονομώ, παρανομώ, ταξινομώ κ.ά.)].