βαθμονομώ

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

καθορίζω την κλίμακα ανάγνωσης σ' ένα επιστημονικό μετρητικό όργανο χαράζοντας τους αντίστοιχους αριθμούς στον κανόνα ή στο τόξο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + -νομώ(-έω) < -νόμος < νέμω (πρβλ. κληρονομώ, παρανομώ, ταξινομώ κ.ά.)].