αὐτώρης

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτώρης Medium diacritics: αὐτώρης Low diacritics: αυτώρης Capitals: ΑΥΤΩΡΗΣ
Transliteration A: autṓrēs Transliteration B: autōrēs Transliteration C: aftoris Beta Code: au)tw/rhs

English (LSJ)

ες, (ὄρνυμαι) A acting spontaneously, of an oracle giving a response unquestioned, Call.Fr.264.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτώρης: -ες, (ὥρα), αὐτὸς φροντίζων, αὐτοκέλευστος, ἀφ’ ἑαυτοῦ ποιῶν τι ἢ λέγων, αὐτώρης ὅτε τοῖσιν ἐπέφραδε Καλλ. Ἀποσπ. (264) παρὰ τῷ Σχολ. ἐν Πινδ. Π. 4. 107.

Spanish (DGE)

-ες
que actúa espontáneamente del trípode y la Pitia en el oráculo de Delfos que responde sin ser preguntado, Call.Fr.671.

Greek Monolingual

αὐτώρης, -ες (Α)
αυτός που ενεργεί από δική του παρόρμηση, αυθαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + -ώρης < όρνυμαι «ορμώ» (πρβλ. νεώρης)].