ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
ἀφήκω (Α)1. φθάνω, καταλήγω κάπου2. φεύγω, απομακρύνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ήκω «έχω φθάσει» (πρβλ. ανήκω)].