γλαύκα

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source

Greek Monolingual

και γλαύξ (γλαυκός), η (AM γλαύξ, Α και γλαῡξ)
1. η κουκουβάγια, νυκτόβιο αρπακτικό της τάξης γλαυκόμορφα ή στιγγόμορφα
2. φρ. «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», «γλαῡκ' Ἀθήναζε», «γλαῡκ' ἐς Ἀθήνας» — παρουσιάζει ως νέο κάτι πασίγνωστο, κάνει κάτι εντελώς περιττό
αρχ.
1. σύμβολο της Αθηνάς
2. αθηναϊκό νόμισμα με παράσταση γλαυκός («γλαῡκες Λαυρεωτικαί»)
3. είδος αγγείου σε σχήμα γλαυκός
4. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η λ. προήλθε από το γλαυκός, εξαιτίας του λαμπερού και σπινθηροβόλου βλέμματος του πουλιού, πράγμα που αργότερα από μερικούς θεωρήθηκε ως παρετυμολογία. Υποστηρίχθηκε εξάλλου και η προέλευση της λ. από το σύνθετο γλαυκώπις με απόσπαση του α' συνθετικού και χρησιμοποίηση του ως αυτοτελούς λέξης (πρβλ. λ. χ. γαμψώνυξ > γαμψός)].