βουκολίσκος

From LSJ
Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκολίσκος Medium diacritics: βουκολίσκος Low diacritics: βουκολίσκος Capitals: ΒΟΥΚΟΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: boukolískos Transliteration B: boukoliskos Transliteration C: voukoliskos Beta Code: boukoli/skos

English (LSJ)

ὁ, a kind of A bandage, Gal.18(1).777.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medic. un tipo de vendaje Gal.18(1).777.

Greek Monolingual

βουκολίσκος, ο (Α)
είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική χρήση, η οποία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί (πρβλ. βουβωνίσκος)].