εθνικότητα
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
Greek Monolingual
η
1. καταγωγή από ένα έθνος, ιθαγένεια, υπηκοότητα
2. η εθνική υπόσταση, η ιδέα του έθνους
3. το σύνολο τών ατόμων που κατοικούν σε ξένη χώρα και ανήκουν στο ίδιο έθνος, η μειονότητα («τα δικαιώματα τών εθνικοτήτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. nationalite). Η λ. εθνικότης μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].