είλη

From LSJ
Revision as of 08:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source

Greek Monolingual

(I)
εἴλη, η (Α)
ίλη (ιππικού).
(II)
εἴλη, η (Α)
1. η θερμότητα του ήλιου
2. άχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είλη προέρχεται από αρχαιότερο τ. έλα (< Fέλᾱ < Fhelā < hFelā) με προθηματικό φωνήεν (e-Fhέλā). Ο τύπος Fhelā συνδέεται με τον ΙΕ τύπο swelā (πρβλ. αλέα ΙΙ) < ΙΕ ρίζα swel- «σιγοκαίω», που εμφανίζεται στη γερμανική και βαλτική γλώσσα
πρβλ. αγγλοσαξ. sweban, νεώτερο γερμ. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι»).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ειληθερής, ειλικρινής, ειλόπεδον. (Β' συνθετικό) άειλος, εύειλος, ημίειλος, πρόσειλος.