εθνότητα

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

η
κοινότητα ανθρώπων που έχουν τα χαρακτηριστικά του έθνους (κοινή γλώσσα, ιστορία, παραδόσεις) και προσβλέπουν να αποκτήσουν ανεξάρτητη πολιτική υπόσταση (κράτος) ή να τους αναγνωριστούν ειδικά δικαιώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. nationalite). Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Σπυρ. Ζαμπέλιο].