ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
ἐπίλυπος, -ον (Α)
1. μελαγχολικός
2. αυτός που προκαλεί λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -λυπος (< λύπη), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά-λυπος, παυσί-λυπος)].