μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
εὐβριθής, -ές (Α)αυτός που έχει καλά νήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βριθής (< βρίθος), πρβλ. α-βριθής, σιδηρο-βριθής].