Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
-η, -ο (ΑΜ εὐάερος, -ον)
(για σπίτι ή τόπο) αυτός που έχει άφθονο, δροσερό αέρα, αυτός που αερίζεται καλά (α. «εὐάερον τὴν πόλιν» β. «ευάερο σπίτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αερος (< αήρ, -ος), (πρβλ. δυσ-άερος, εν-άερος)].