πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
ο1. αυτός που έχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο εφευρέτης2. ο εφευρετικός, ο επινοητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) + τέχνη, πρβλ. ερασι-τέχνης].