ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
εὐρυχαδής, -ές (Α)(για ποτήρι) με πλατύ στόμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χαδής < θ. χαδ- (πρβλ. έχαδ-ον) του χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω» (πρβλ. εγ-χαδής)].