εύαιμος

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔαιμος, -ον)
νεοελλ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει υγιή σύσταση του αίματος, ο καλόαιμος, ο καλοαίματος
αρχ.
αυτός που έχει πολύ αίμα («εὐαιμότερον μόριον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αιμος (< αίμα), πρβλ. άν-αιμος, ολιγό-αιμος].