εὔαιμος

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαιμος Medium diacritics: εὔαιμος Low diacritics: εύαιμος Capitals: ΕΥΑΙΜΟΣ
Transliteration A: eúaimos Transliteration B: euaimos Transliteration C: eyaimos Beta Code: eu)/aimos

English (LSJ)

εὔαιμον, full-blooded, in Comp., μόριον Gal.17(2).423, cf. 11.290.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔαιμος, -ον)
νεοελλ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει υγιή σύσταση του αίματος, ο καλόαιμος, ο καλοαίματος
αρχ.
αυτός που έχει πολύ αίμα («εὐαιμότερον μόριον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αιμος (< αίμα), πρβλ. άναιμος, ολιγόαιμος].