Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εύσχημος

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔσχημος, -ον)
αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ευπρεπή εμφάνιση, ο κόσμιος
νεοελλ.
αυτός που είναι επιφανειακά δικαιολογημένος, ο ευλογοφανής («εύσχημη άρνηση»).
επίρρ...
ευσχήμως (Α εὐσχήμως)
με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώς
νεοελλ.
ευλογοφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. ά-σχημος, μεγαλό-σχημος].