εύχρηστος

From LSJ
Revision as of 09:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔχρηστος, θηλ. και -ήστη, -ον)
αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, που είναι εύκολος στη χρήση, ο ευμεταχείριστος, ο ευκολομεταχείριστος, ο χρηστικός
μσν.
1. ικανός
2. χρήσιμος, ωφέλιμος
αρχ.
αυτός που είναι σε πολλή ή σε συνήθη χρήση, που δεν είναι άχρηστος, ο χρησιμοποιούμενος.
επίρρ...
εὐχρήστως (Α)
με εύχρηστο τρόπο, εύκολα, επιτήδεια, άνετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρηστός (< θ. χρησ- του χρώμαι), πρβλ. αόρ. ε-χρησ-άμην].