ζωόφυτο

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source

Greek Monolingual

και ζώφυτο, το (AM ζῳόφυτον και ζῴφυτον)
ζώο μαζί και φυτό
νεοελλ.
(βιολ.-ζωολ.) όρος που περιγράφει οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα ασπόνδυλα ζώα που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως προς την εμφάνιση ή τον τρόπο αυξήσεώς τους
αρχ.
το φυτό αείζωον το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + φυτό. Ως επιστημ. όρος η λ. είναι αντιδάνεια
πρβλ. αγγλ. zoophyte < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]) + phyte (πρβλ. φυτό)].