ημίκουρος

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

ἡμίκουρος, -ον (Α)
πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί-κουρος, νεό-κουρος].