ηλεκτρονικός

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλεκτρόνια ή που λειτουργεί με βάση τις ιδιότητες τών ηλεκτρονίων
2. το αρσ. ως ουσ. ο ειδικός στην ηλεκτρονική
3. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτρονική
επιστημονικός και τεχνολογικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο την ανάπτυξη, τον βασικό σχεδιασμό, τις αρχές λειτουργίας και τις εφαρμογές τών ηλεκτρονικών συσκευών και κυκλωμάτων. Επιρρ. ηλεκτρονικώς και -ά
με ηλεκτρονικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electronic < electron (πρβλ. ηλεκτρόνιο) + -ic (πρβλ. -ικός). Βλ. λ. ηλεκτρόνιο].